καρούλα

καρούλα
η
1. εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα
2. φλύκταινα, φουσκάλα τού δέρματος με υγρό, που δημιουργείται από έγκαυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρούλι + μεγεθ. κατάλ. -α κατά το σχήμα κεφάλ-ι: κεφάλ-α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρουλιάζω — 1. περιτυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από το πηνίο, το καρούλι 2. βγάζω καρούλα*, σχηματίζω εξόγκωμα στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας < καρούλι ή < καρούλα] …   Dictionary of Greek

  • καρούμπα — η 1. ξύλο τού εμπορίου αμερικανικής προέλευσης 2. καρούλα, εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quaruba, άγνωστης ετυμολ. Ίσως η προέλευσή του να είναι πορτογαλική] …   Dictionary of Greek

  • καρούμπαλο — το και καρούμπαλος, ο εξόγκωμα τού κεφαλιού από χτύπημα, καρούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κόρυμβος «κορυφή»] …   Dictionary of Greek

  • καρρούλα — η βλ. καρούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”